υποκαπνισμός

υποκαπνισμός
ο / ὑποκαπνισμός, ΝΑ [ὑποκαπνίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκαπνίζω, η παραγωγή καπνού για θεραπευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φαρμ.) η έκθεση ορισμένων τμημάτων τού σώματος στην επίδραση τού καπνού ή τού ατμού καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών
2. ιατρ. παραγωγή καπνών ή ατμών καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών σε κλειστό χώρο για την απολύμανσή του, αλλ. υποθυμίαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑποκαπνισμός — fumigation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαπνισμοῖς — ὑποκαπνισμός fumigation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαπνισμοί — ὑποκαπνισμός fumigation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαπνισμοῦ — ὑποκαπνισμός fumigation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαπνισμούς — ὑποκαπνισμός fumigation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαπνισμῶν — ὑποκαπνισμός fumigation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαπνισμόν — ὑποκαπνισμός fumigation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποθυμίαμα — άματος, και ιων. τ. ὑποθυμίημα, ήματος, τὸ, Α [ὑποθυμιῶ] υποκαπνισμός …   Dictionary of Greek

  • υποθυμίαση — η / ὑποθυμίασις, άσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποθυμίησις, ήσεως, Α [ύποθυμιῶ] ο υποκαπνισμός μσν. παραγωγή καπνού με την καύση αρωματικών θυμιαμάτων …   Dictionary of Greek

  • υποκάπνισμα — ίσματος, τὸ, ΜΑ [ὑποκαπνίζω] η καιόμενη ύλη κατά τον υποκαπνισμό μσν. υποκαπνισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”